Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "discourage" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποθαρρύνετε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Discourage

[Αποθαρρύνω]
/dɪskərɪʤ/

verb

1. Try to prevent

  • Show opposition to
  • "We should discourage this practice among our youth"
    synonym:
  • deter
  • ,
  • discourage

1. Προσπαθήστε να αποτρέψετε

  • Εκφράζω αντίθεση σε
  • "Πρέπει να αποθαρρύνουμε αυτή την πρακτική μεταξύ των νέων μας"
    συνώνυμο:
  • αποτρέπω
  • ,
  • αποθαρρύνω

2. Deprive of courage or hope

  • Take away hope from
  • Cause to feel discouraged
    synonym:
  • discourage

2. Στερήστε το θάρρος ή την ελπίδα

  • Αφαιρέστε την ελπίδα από
  • Αιτία να αισθάνεστε αποθαρρυμένοι
    συνώνυμο:
  • αποθαρρύνω

3. Admonish or counsel in terms of someone's behavior

  • "I warned him not to go too far"
  • "I warn you against false assumptions"
  • "She warned him to be quiet"
    synonym:
  • warn
  • ,
  • discourage
  • ,
  • admonish
  • ,
  • monish

3. Νουθεσία ή συμβουλή όσον αφορά τη συμπεριφορά κάποιου

  • "Τον προειδοποίησα να μην πάει πολύ μακριά"
  • "Σας προειδοποιώ ενάντια σε ψευδείς υποθέσεις"
  • "Τον προειδοποίησε να είναι ήσυχος"
    συνώνυμο:
  • προειδοποιώ
  • ,
  • αποθαρρύνω
  • ,
  • νουθετώ
  • ,
  • μονικόσ

Examples of using

She did not let failure discourage her.
Δεν άφησε την αποτυχία να την αποθαρρύνει.