Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "disconnected" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσυνδεδεμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Disconnected

[Αποσυνδεδεμένο]
/dɪskənɛktɪd/

adjective

1. (music) marked by or composed of disconnected parts or sounds

  • Cut short crisply
  • "Staccato applause"
  • "A staccato command"
  • "Staccato notes"
    synonym:
  • staccato
  • ,
  • disconnected

1. (μουσικό) που χαρακτηρίζεται από ή αποτελείται από αποσυνδεδεμένα μέρη ή ήχους

  • Κόψτε κοντά
  • "Στατικό χειροκρότημα"
  • "Μια εντολή στακατό"
  • "Σημειώσεις από σταματημό"
    συνώνυμο:
  • στακατό
  • ,
  • αποσυνδεδεμένο

2. Having been divided

  • Having the unity destroyed
  • "Congress...gave the impression of...a confusing sum of disconnected local forces"-samuel lubell
  • "A league of disunited nations"- e.b.white
  • "A fragmented coalition"
  • "A split group"
    synonym:
  • disconnected
  • ,
  • disunited
  • ,
  • fragmented
  • ,
  • split

2. Έχοντας διχάσει

  • Έχοντας καταστραφεί η ενότητα
  • "Η συγχωνευτική ομάδα έδειξε την εντύπωση ενός συγκεχυμένου αθροίσματος αποσυνδεδεμένων τοπικών δυνάμεων"-σαμουέλ λούμπελ.
  • "Ένα πρωτάθλημα διασυνδεδεμένων εθνών"- ε.β.λευκό
  • "Ένας κατακερματισμένος συνασπισμός"
  • "Μια διαιρεμένη ομάδα"
    συνώνυμο:
  • αποσυνδεδεμένο
  • ,
  • διαχωρισμένοσ
  • ,
  • κατακερματισμένος
  • ,
  • διαίρεση

3. Marked by sudden changes in subject and sharp transitions

  • "Abrupt prose"
    synonym:
  • abrupt
  • ,
  • disconnected

3. Χαρακτηρίζεται από ξαφνικές αλλαγές στο θέμα και απότομες μεταβάσεις

  • "Διεφευρυμένη πεζογραφία"
    συνώνυμο:
  • απότομος
  • ,
  • αποσυνδεδεμένο

4. Not plugged in or connected to a power source

  • "The iron is disconnected"
    synonym:
  • disconnected

4. Δεν είναι συνδεδεμένο ή συνδεδεμένο με πηγή ενέργειας

  • "Το σίδερο είναι αποσυνδεδεμένο"
    συνώνυμο:
  • αποσυνδεδεμένο

5. Lacking orderly continuity

  • "A confused set of instructions"
  • "A confused dream about the end of the world"
  • "Disconnected fragments of a story"
  • "Scattered thoughts"
    synonym:
  • confused
  • ,
  • disconnected
  • ,
  • disjointed
  • ,
  • disordered
  • ,
  • garbled
  • ,
  • illogical
  • ,
  • scattered
  • ,
  • unconnected

5. Έλλειψη τακτικής συνέχειας

  • "Ένα μπερδεμένο σύνολο οδηγιών"
  • "Ένα μπερδεμένο όνειρο για το τέλος του κόσμου"
  • "Αποσυνδεδεμένα κομμάτια μιας ιστορίας"
  • "Διαλυμένες σκέψεις"
    συνώνυμο:
  • μπερδεμένος
  • ,
  • αποσυνδεδεμένο
  • ,
  • αποσυντίθεται
  • ,
  • διαταραγμένο
  • ,
  • αλληλεπιδρώ
  • ,
  • παράλογο
  • ,
  • διάσπαρτα
  • ,
  • ασύνδετοσ