Translation meaning & definition of the word "disconnect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσύνδεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disconnect
[Αποσυνδέω]/dɪskənɛkt/
noun
1. An unbridgeable disparity (as from a failure of understanding)
- "He felt a gulf between himself and his former friends"
- "There is a vast disconnect between public opinion and federal policy"
- synonym:
- gulf ,
- disconnect ,
- disconnection
1. Μια αγεφύρωτη ανισότητα (από την αποτυχία της κατανόησης)
- "Ένιωσε ένα χάσμα ανάμεσα στον εαυτό του και τους πρώην φίλους του"
- "Υπάρχει μια τεράστια αποσύνδεση μεταξύ της κοινής γνώμης και της ομοσπονδιακής πολιτικής"
- συνώνυμο:
- κόλπος ,
- αποσυνδέω ,
- αποσύνδεση
verb
1. Pull the plug of (electrical appliances) and render inoperable
- "Unplug the hair dryer after using it"
- synonym:
- unplug ,
- disconnect
1. Τραβήξτε το βύσμα των ( ηλεκτρικών συσκευών) και καταστήστε ανεκμετάλλευτο
- "Αποσυνδέστε το στεγνωτήρα μαλλιών μετά τη χρήση του"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω
2. Make disconnected, disjoin or unfasten
- synonym:
- disconnect
2. Αποσυνδεθείτε, αποσυνδέστε ή αποσυνδέστε
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω