Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "discipline" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "πειθαρχία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Discipline

[Πειθαρχία]
/dɪsəplən/

noun

1. A branch of knowledge

  • "In what discipline is his doctorate?"
  • "Teachers should be well trained in their subject"
  • "Anthropology is the study of human beings"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • subject
  • ,
  • subject area
  • ,
  • subject field
  • ,
  • field
  • ,
  • field of study
  • ,
  • study
  • ,
  • bailiwick

1. Ένας κλάδος της γνώσης

  • "Σε ποια πειθαρχία είναι το διδακτορικό του;"
  • "Οι δάσκαλοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι στο αντικείμενό τους"
  • "Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • θέμα
  • ,
  • θεματική περιοχή
  • ,
  • θεματικό πεδίο
  • ,
  • πεδίο
  • ,
  • πεδίο σπουδών
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • bailiwick

2. A system of rules of conduct or method of practice

  • "He quickly learned the discipline of prison routine"
  • "For such a plan to work requires discipline"
    synonym:
  • discipline

2. Ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς ή μεθόδου πρακτικής

  • "Έμαθε γρήγορα την πειθαρχία της ρουτίνας της φυλακής"
  • "Γιατί ένα τέτοιο σχέδιο για να λειτουργήσει απαιτεί πειθαρχία"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία

3. The trait of being well behaved

  • "He insisted on discipline among the troops"
    synonym:
  • discipline

3. Το χαρακτηριστικό του να έχεις καλή συμπεριφορά

  • "Επέμενε στην πειθαρχία μεταξύ των στρατευμάτων"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία

4. Training to improve strength or self-control

    synonym:
  • discipline

4. Προπόνηση για τη βελτίωση της δύναμης ή του αυτοελέγχου

    συνώνυμο:
  • πειθαρχία

5. The act of punishing

  • "The offenders deserved the harsh discipline they received"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • correction

5. Η πράξη της τιμωρίας

  • "Οι παραβάτες άξιζαν τη σκληρή πειθαρχία που έλαβαν"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • διόρθωση

verb

1. Develop (children's) behavior by instruction and practice

  • Especially to teach self-control
  • "Parents must discipline their children"
  • "Is this dog trained?"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • train
  • ,
  • check
  • ,
  • condition

1. Αναπτύξτε (παιδική) συμπεριφορά με οδηγίες και πρακτική

  • Ειδικά για να διδάξει τον αυτοέλεγχο
  • "Οι γονείς πρέπει να πειθαρχούν τα παιδιά τους"
  • "Είναι αυτό το σκυλί εκπαιδευμένο;"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • κατάσταση

2. Punish in order to gain control or enforce obedience

  • "The teacher disciplined the pupils rather frequently"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • correct
  • ,
  • sort out

2. Τιμωρήστε για να αποκτήσετε τον έλεγχο ή να επιβάλετε την υπακοή

  • "Ο δάσκαλος πειθάρχησε τους μαθητές μάλλον συχνά"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • τακτοποιώ

Examples of using

He needs discipline.
Χρειάζεται πειθαρχία.
Learning poetry is a good discipline for the memory.
Η εκμάθηση της ποίησης είναι μια καλή πειθαρχία για τη μνήμη.