Translation meaning & definition of the word "discharge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκφόρτιση" στην ελληνική γλώσσα
Discharge
[Απαλλαγή]noun
1. The sudden giving off of energy
- synonym:
- discharge
1. Η ξαφνική αποβολή ενέργειας
- συνώνυμο:
- απαλλαγή
2. The act of venting
- synonym:
- discharge ,
- venting
2. Η πράξη του εξαερισμού
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εξαερισμού
3. A substance that is emitted or released
- synonym:
- discharge ,
- emission
3. Μια ουσία που εκπέμπεται ή απελευθερώνεται
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εκπομπή
4. Any of several bodily processes by which substances go out of the body
- "The discharge of pus"
- synonym:
- discharge ,
- emission ,
- expelling
4. Οποιαδήποτε από τις διάφορες σωματικές διεργασίες με τις οποίες οι ουσίες βγαίνουν από το σώμα
- "Η απαλλαγή του πύου"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εκπομπή ,
- εκδίωξη
5. Electrical conduction through a gas in an applied electric field
- synonym:
- discharge ,
- spark ,
- arc ,
- electric arc ,
- electric discharge
5. Ηλεκτρική διεξαγωγή μέσω αερίου σε εφαρμοσμένο ηλεκτρικό πεδίο
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- σπινθήρασ ,
- τόξο ,
- ηλεκτρικό τόξο ,
- ηλεκτρική απαλλαγή
6. The pouring forth of a fluid
- synonym:
- discharge ,
- outpouring ,
- run
6. Η έκχυση ενός υγρού
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- ξεχειλίζω ,
- τρέχω
7. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- discharge ,
- firing ,
- liberation ,
- release ,
- sack ,
- sacking
7. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- απελευθέρωση ,
- σακίδιο ,
- απολύσεισ
8. A formal written statement of relinquishment
- synonym:
- release ,
- waiver ,
- discharge
8. Επίσημη γραπτή δήλωση παραίτησης
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- παραίτηση ,
- απαλλαγή
9. The act of discharging a gun
- synonym:
- discharge ,
- firing ,
- firing off
9. Η πράξη της απόρριψης ενός όπλου
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- αποβάλλω
verb
1. Complete or carry out
- "Discharge one's duties"
- synonym:
- dispatch ,
- discharge ,
- complete
1. Πλήρης ή εκτελεί
- "Απαλλαγείτε από τα καθήκοντα κάποιου"
- συνώνυμο:
- αποστολή ,
- απαλλαγή ,
- πλήρης
2. Pour forth or release
- "Discharge liquids"
- synonym:
- discharge
2. Εκχύστε ή απελευθερώστε
- "Υγρά αποφόρτισης"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή
3. Free from obligations or duties
- synonym:
- free ,
- discharge
3. Απαλλαγμένος από υποχρεώσεις ή καθήκοντα
- συνώνυμο:
- δωρεάν ,
- απαλλαγή
4. Remove the charge from
- synonym:
- discharge
4. Αφαιρέστε τη φόρτιση από
- συνώνυμο:
- απαλλαγή
5. Go off or discharge
- "The gun fired"
- synonym:
- fire ,
- discharge ,
- go off
5. Αποβάλλετε ή αποφορτίστε
- "Το όπλο πυροβολεί"
- συνώνυμο:
- φωτιά ,
- απαλλαγή ,
- πηγαίνω
6. Pronounce not guilty of criminal charges
- "The suspect was cleared of the murder charges"
- synonym:
- acquit ,
- assoil ,
- clear ,
- discharge ,
- exonerate ,
- exculpate
6. Καταγγελία μη ένοχη για ποινικές διώξεις
- "Ο ύποπτος εκκαθαρίστηκε από τις κατηγορίες για δολοφονία"
- συνώνυμο:
- αθωώνω ,
- ασόδεν ,
- σαφής ,
- απαλλαγή ,
- απαλλάσσω ,
- απεκκρίνω
7. Eliminate (a substance)
- "Combustion products are exhausted in the engine"
- "The plant releases a gas"
- synonym:
- exhaust ,
- discharge ,
- expel ,
- eject ,
- release
7. Εξαλείψτε την ουσία (
- "Τα προϊόντα καύσης εξαντλούνται στον κινητήρα"
- "Το εργοστάσιο απελευθερώνει αέριο"
- συνώνυμο:
- εξάτμιση ,
- απαλλαγή ,
- αποβάλλω ,
- εκτοξεύω ,
- απελευθέρωση
8. Leave or unload
- "Unload the cargo"
- "Drop off the passengers at the hotel"
- synonym:
- drop ,
- drop off ,
- set down ,
- put down ,
- unload ,
- discharge
8. Αφήστε ή ξεφορτώστε
- "Εκφορτώστε το φορτίο"
- "Απομακρύνετε τους επιβάτες στο ξενοδοχείο"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- πέφτω ,
- πετώ ,
- βάζω κάτω ,
- ξεφορτώνω ,
- απαλλαγή
9. Cause to go off
- "Fire a gun"
- "Fire a bullet"
- synonym:
- fire ,
- discharge
9. Επειδή φεύγω
- "Πυροβολήστε ένα όπλο"
- "Πυροβολήστε μια σφαίρα"
- συνώνυμο:
- φωτιά ,
- απαλλαγή
10. Release from military service
- synonym:
- discharge ,
- muster out
10. Απελευθέρωση από τη στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εκτελώ
11. Become empty or void of its content
- "The room emptied"
- synonym:
- empty ,
- discharge
11. Να είναι άδειο ή άκυρο του περιεχομένου του
- "Το δωμάτιο αδειάζει"
- συνώνυμο:
- άδειος ,
- απαλλαγή