Translation meaning & definition of the word "discernment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discernment
[Διασπορά]/dɪsərnmənt/
noun
1. The cognitive condition of someone who understands
- "He has virtually no understanding of social cause and effect"
- synonym:
- understanding ,
- apprehension ,
- discernment ,
- savvy
1. Η γνωστική κατάσταση κάποιου που καταλαβαίνει
- "Δεν έχει σχεδόν καμία κατανόηση της κοινωνικής αιτίας και του αποτελέσματος"
- συνώνυμο:
- κατανόηση ,
- ανησυχία ,
- διάκριση ,
- καταλαβαίνω
2. Delicate discrimination (especially of aesthetic values)
- "Arrogance and lack of taste contributed to his rapid success"
- "To ask at that particular time was the ultimate in bad taste"
- synonym:
- taste ,
- appreciation ,
- discernment ,
- perceptiveness
2. Λεπτή διάκριση (ειδικά των αισθητικών αξιών)
- "Η αλαζονεία και η έλλειψη γεύσης συνέβαλαν στην ταχεία επιτυχία του"
- "Το να ρωτήσω εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν το απόλυτο σε κακή γεύση"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- εκτίμηση ,
- διάκριση ,
- αντιληπτικότητα
3. Perception of that which is obscure
- synonym:
- discernment ,
- perceptiveness
3. Αντίληψη αυτού που είναι σκοτεινό
- συνώνυμο:
- διάκριση ,
- αντιληπτικότητα
4. The mental ability to understand and discriminate between relations
- synonym:
- sagacity ,
- sagaciousness ,
- judgment ,
- judgement ,
- discernment
4. Η νοητική ικανότητα να κατανοεί και να κάνει διακρίσεις μεταξύ των σχέσεων
- συνώνυμο:
- απερισκεψία ,
- απόφαση ,
- κρίση ,
- διάκριση
5. The trait of judging wisely and objectively
- "A man of discernment"
- synonym:
- discretion ,
- discernment
5. Το χαρακτηριστικό της κρίσης με σύνεση και αντικειμενικότητα
- "Ένας άνθρωπος της διάκρισης"
- συνώνυμο:
- διακριτικότητα ,
- διάκριση