Translation meaning & definition of the word "discerning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discerning
[Διακρίνω]/dɪsərnɪŋ/
adjective
1. Having or revealing keen insight and good judgment
- "A discerning critic"
- "A discerning reader"
- synonym:
- discerning
1. Έχοντας ή αποκαλύπτοντας έντονη διορατικότητα και καλή κρίση
- "Απαιτητικός κριτικός"
- "Ένας απαιτητικός αναγνώστης"
- συνώνυμο:
- διακρίνοντασ
2. Unobtrusively perceptive and sympathetic
- "A discerning editor"
- "A discreet silence"
- synonym:
- discerning ,
- discreet
2. Διακριτικά αντιληπτικά και συμπαθητικά
- "Ένας απαιτητικός επεξεργαστής"
- "Μια διακριτική σιωπή"
- συνώνυμο:
- διακρίνοντασ ,
- διακριτικός
3. Quick to understand
- "A kind and apprehensive friend"- nathaniel hawthorne
- synonym:
- apprehensive ,
- discerning
3. Γρήγορα καταλαβαίνω
- "Ένας ευγενικός και ανήσυχος φίλος" - ναθάνιελ χόθορν
- συνώνυμο:
- ανήσυχος ,
- διακρίνοντασ
4. Able to make or detect effects of great subtlety
- Sensitive
- "Discerning taste"
- "A discerning eye for color"
- synonym:
- discerning
4. Ικανός να κάνει ή να ανιχνεύσει τα αποτελέσματα της μεγάλης λεπτότητας
- Ευαίσθητος
- "Διαταρακτική γεύση"
- "Ένα απαιτητικό μάτι για το χρώμα"
- συνώνυμο:
- διακρίνοντασ
Examples of using
Sarah was discerning enough to realize that her friends were trying to prank her.
Η Σάρα ήταν αρκετά διακριτική για να συνειδητοποιήσει ότι οι φίλοι της προσπαθούσαν να την φτιάξουν.