Translation meaning & definition of the word "discard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίσκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discard
[Απορρίπτω]/dɪskɑrd/
noun
1. Anything that is cast aside or discarded
- synonym:
- discard
1. Οτιδήποτε πετιέται στην άκρη ή απορρίπτεται
- συνώνυμο:
- απορρίπτω
2. (cards) the act of throwing out a useless card or of failing to follow suit
- synonym:
- discard
2. (καρδοσ) η πράξη της ρίψης μιας άχρηστης κάρτας ή της αποτυχίας να ακολουθήσει το παράδειγμά της
- συνώνυμο:
- απορρίπτω
3. Getting rid something that is regarded as useless or undesirable
- synonym:
- discard ,
- throwing away
3. Να απαλλαγούμε από κάτι που θεωρείται άχρηστο ή ανεπιθύμητο
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- πετώντας
verb
1. Throw or cast away
- "Put away your worries"
- synonym:
- discard ,
- fling ,
- toss ,
- toss out ,
- toss away ,
- chuck out ,
- cast aside ,
- dispose ,
- throw out ,
- cast out ,
- throw away ,
- cast away ,
- put away
1. Πετάξτε ή πετάξτε
- "Απομακρύνετε τις ανησυχίες σας"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- πτερύγιο ,
- τσαντ ,
- πετάω ,
- πετάω μακριά ,
- τσαλάκωσε ,
- πετώ ,
- απομακρύνομαι