Translation meaning & definition of the word "disbelief" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απιστία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disbelief
[Δυσπιστία]/dɪsbɪlif/
noun
1. Doubt about the truth of something
- synonym:
- incredulity ,
- disbelief ,
- skepticism ,
- mental rejection
1. Αμφιβολία για την αλήθεια κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- δυσπιστία ,
- σκεπτικισμός ,
- ψυχική απόρριψη
2. A rejection of belief
- synonym:
- unbelief ,
- disbelief
2. Απόρριψη της πίστης
- συνώνυμο:
- απιστία ,
- δυσπιστία