Translation meaning & definition of the word "disastrous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεχθανόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disastrous
[Αποτρόπαιος]/dɪzæstrəs/
adjective
1. (of events) having extremely unfortunate or dire consequences
- Bringing ruin
- "The stock market crashed on black friday"
- "A calamitous defeat"
- "The battle was a disastrous end to a disastrous campaign"
- "Such doctrines, if true, would be absolutely fatal to my theory"- charles darwin
- "It is fatal to enter any war without the will to win it"- douglas macarthur
- "A fateful error"
- synonym:
- black ,
- calamitous ,
- disastrous ,
- fatal ,
- fateful
1. ( των γεγονότων) με εξαιρετικά ατυχείς ή ολέθριες συνέπειες
- Φέρνοντας καταστροφή
- "Το χρηματιστήριο συνετρίβη τη μαύρη παρασκευή"
- "Μια καταστροφική ήττα"
- "Η μάχη ήταν ένα καταστροφικό τέλος σε μια καταστροφική εκστρατεία"
- "Τέτοια δόγματα, αν είναι αλήθεια, θα ήταν απολύτως μοιραία για τη θεωρία μου" - κάρολος δαρβίνος
- "Είναι μοιραίο να μπεις σε οποιονδήποτε πόλεμο χωρίς τη θέληση να τον κερδίσεις" - ντάγκλας μακάρθουρ
- "Ένα μοιραίο λάθος"
- συνώνυμο:
- μαύρος ,
- καλαμίτου ,
- καταστροφικός ,
- θανατηφόρος ,
- μοιραίος
Examples of using
The government's decision had disastrous economic consequences.
Η απόφαση της κυβέρνησης είχε καταστροφικές οικονομικές συνέπειες.
Pollution has a disastrous effect on the ecology of a region.
Η ρύπανση έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην οικολογία μιας περιοχής.