Translation meaning & definition of the word "disaster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disaster
[Καταστροφή]/dɪzæstər/
noun
1. A state of extreme (usually irremediable) ruin and misfortune
- "Lack of funds has resulted in a catastrophe for our school system"
- "His policies were a disaster"
- synonym:
- catastrophe ,
- disaster
1. Μια κατάσταση ακραίων (συνήθως ανεπανόρθωτηθ) καταστροφή και ατυχία
- "Η έλλειψη κεφαλαίων έχει οδηγήσει σε καταστροφή για το σχολικό μας σύστημα"
- "Οι πολιτικές του ήταν καταστροφικές"
- συνώνυμο:
- καταστροφή
2. An event resulting in great loss and misfortune
- "The whole city was affected by the irremediable calamity"
- "The earthquake was a disaster"
- synonym:
- calamity ,
- catastrophe ,
- disaster ,
- tragedy ,
- cataclysm
2. Ένα γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια και ατυχία
- "Ολόκληρη η πόλη επηρεάστηκε από την αθεράπευτη συμφορά"
- "Ο σεισμός ήταν καταστροφή"
- συνώνυμο:
- καταστροφή ,
- τραγωδία ,
- κατακλυσμός
3. An act that has disastrous consequences
- synonym:
- disaster
3. Μια πράξη που έχει καταστροφικές συνέπειες
- συνώνυμο:
- καταστροφή
Examples of using
It was a disaster.
Ήταν μια καταστροφή.
If that accident had happened in a city, it would have caused a disaster.
Αν αυτό το ατύχημα είχε συμβεί σε μια πόλη, θα είχε προκαλέσει καταστροφή.
It's an ecological disaster.
Είναι μια οικολογική καταστροφή.