Translation meaning & definition of the word "disapproval" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόρριψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disapproval
[Απόρριψη]/dɪsəpruvəl/
noun
1. A feeling of disliking something or what someone is doing
- synonym:
- disapproval
1. Ένα αίσθημα αντιπάθειας για κάτι ή για το τι κάνει κάποιος
- συνώνυμο:
- αποδοκιμασία
2. The expression of disapproval
- synonym:
- disapproval
2. Η έκφραση της αποδοκιμασίας
- συνώνυμο:
- αποδοκιμασία
3. An inclination to withhold approval from some person or group
- synonym:
- disfavor ,
- disfavour ,
- dislike ,
- disapproval
3. Την τάση να παρακρατηθεί η έγκριση από κάποιο άτομο ή ομάδα
- συνώνυμο:
- απογοητευτικό ,
- αποτρέπω ,
- αντιπαθώ ,
- αποδοκιμασία
4. The act of disapproving or condemning
- synonym:
- disapproval
4. Η πράξη της αποδοκιμασίας ή της καταδίκης
- συνώνυμο:
- αποδοκιμασία