Translation meaning & definition of the word "disappearance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disappearance
[Εξαφάνιση]/dɪsəpɪrəns/
noun
1. The act of leaving secretly or without explanation
- synonym:
- disappearance ,
- disappearing
1. Η πράξη της αποχώρησης κρυφά ή χωρίς εξήγηση
- συνώνυμο:
- εξαφάνιση ,
- εξαφανίζονται
2. The event of passing out of sight
- synonym:
- disappearance
2. Το γεγονός της απομάκρυνσης από την όραση
- συνώνυμο:
- εξαφάνιση
3. Gradually ceasing to be visible
- synonym:
- fade ,
- disappearance
3. Σταδιακά παύει να είναι ορατό
- συνώνυμο:
- ξεθωριάζω ,
- εξαφάνιση
4. Ceasing to exist
- "He regretted the disappearance of greek from school curricula"
- "What was responsible for the disappearance of the rainforest?"
- "The disappearance of resistance at very low temperatures"
- synonym:
- disappearance
4. Παύση να υπάρχει
- "Μετάνιωσε για την εξαφάνιση των ελληνικών από τα σχολικά προγράμματα"
- "Τι ήταν υπεύθυνο για την εξαφάνιση του τροπικού δάσους?"
- "Η εξαφάνιση της αντίστασης σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες"
- συνώνυμο:
- εξαφάνιση