Translation meaning & definition of the word "disallow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαγορεύει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disallow
[Απορρίπτω]/dɪsəlaʊ/
verb
1. Command against
- "I forbid you to call me late at night"
- "Mother vetoed the trip to the chocolate store"
- "Dad nixed our plans"
- synonym:
- forbid ,
- prohibit ,
- interdict ,
- proscribe ,
- veto ,
- disallow ,
- nix
1. Εναντίον
- "Σου απαγορεύω να μου τηλεφωνήσεις αργά το βράδυ"
- "Η μητέρα άσκησε βέτο στο ταξίδι στο κατάστημα σοκολάτας"
- "Ο μπαμπάς ενίσχυσε τα σχέδιά μας"
- συνώνυμο:
- απαγορεύω ,
- εγγραφείτε ,
- βέβαιο ,
- νιξ