Translation meaning & definition of the word "disagreeable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disagreeable
[Διαφωνώ]/dɪsəgriəbəl/
adjective
1. Not to your liking
- "A disagreeable situation"
- synonym:
- disagreeable
1. Όχι τις προτιμήσεις σας
- "Μια δυσάρεστη κατάσταση"
- συνώνυμο:
- δυσάρεστοσ
2. Unpleasant to interact with
- "A disagreeable old man"
- synonym:
- disagreeable
2. Δυσάρεστο για να αλληλεπιδράσετε με
- "Ένας δυσάρεστος γέρος"
- συνώνυμο:
- δυσάρεστοσ
3. Not agreeing with your tastes or expectations
- "Found the task disagreeable and decided to abandon it"
- "A job temperamentally unsympathetic to him"
- synonym:
- disagreeable ,
- unsympathetic
3. Δεν συμφωνείτε με τα γούστα ή τις προσδοκίες σας
- "Βρήκε το έργο δυσάρεστο και αποφάσισε να το εγκαταλείψει"
- "Μια εργασία εύκρατα ασυμπαθητική σε αυτόν"
- συνώνυμο:
- δυσάρεστοσ ,
- ασυμπαθητική