Translation meaning & definition of the word "disagree" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disagree
[Διαφωνώ]/dɪsəgri/
verb
1. Be of different opinions
- "I beg to differ!"
- "She disagrees with her husband on many questions"
- synonym:
- disagree ,
- differ ,
- dissent ,
- take issue
1. Είμαι διαφορετική άποψη
- "Παρακαλώ να διαφέρω!"
- "Διαφωνεί με τον σύζυγό της σε πολλές ερωτήσεις"
- συνώνυμο:
- διαφωνώ ,
- διαφέρω ,
- διαφωνία ,
- παίρνω το ερώτημα
2. Be different from one another
- synonym:
- disagree ,
- disaccord ,
- discord
2. Να είστε διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον
- συνώνυμο:
- διαφωνώ ,
- αποσυνδέω ,
- ασυμφωνία
Examples of using
I disagree with your argument on every point.
Διαφωνώ με το επιχείρημά σας σε κάθε σημείο.
We agreed to disagree.
Συμφωνήσαμε να διαφωνήσουμε.
I don't disagree with your decision.
Δεν διαφωνώ με την απόφασή σου.