Translation meaning & definition of the word "disaffection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσαρέσκεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disaffection
[Δυσαρέσκεια]/dɪsəfɛkʃən/
noun
1. The feeling of being alienated from other people
- synonym:
- alienation ,
- disaffection ,
- estrangement
1. Το αίσθημα της αποξένωσης από τους άλλους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- αποξένωση ,
- δυσαρέσκεια
2. Disloyalty to the government or to established authority
- "The widespread disaffection of the troops"
- synonym:
- disaffection
2. Απιστία στην κυβέρνηση ή στην καθιερωμένη αρχή
- "Η ευρεία δυσαρέσκεια των στρατευμάτων"
- συνώνυμο:
- δυσαρέσκεια