Translation meaning & definition of the word "disaffected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσαρεστήθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disaffected
[Δυσαρεστημένος]/dɪsəfɛktɪd/
adjective
1. Discontented as toward authority
- synonym:
- disaffected ,
- ill-affected ,
- malcontent ,
- rebellious
1. Δυσαρεστημένος ως προς την εξουσία
- συνώνυμο:
- δυσαρεστημένος ,
- ανεπηρέαστοσ ,
- δυσφορία ,
- επαναστατικός