Translation meaning & definition of the word "disabled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απενεργοποιημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disabled
[Ανάπηρος]/dɪsebəld/
noun
1. People collectively who are crippled or otherwise physically handicapped
- "Technology to help the elderly and the disabled"
- synonym:
- disabled ,
- handicapped
1. Άτομα συλλογικά που είναι ανάπηροι ή με άλλο τρόπο σωματικά ανάπηροι
- "Τεχνολογία για να βοηθήσει τους ηλικιωμένους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες"
- συνώνυμο:
- με αναπηρία ,
- ανάπηροσ
adjective
1. Incapable of functioning as a consequence of injury or illness
- synonym:
- disabled ,
- handicapped
1. Ανίκανος να λειτουργήσει ως συνέπεια τραυματισμού ή ασθένειας
- συνώνυμο:
- με αναπηρία ,
- ανάπηροσ
Examples of using
You are not the owner of this save data. You will not be able to save your progression. Trophies will be disabled.
Δεν είστε ο κάτοχος αυτών των δεδομένων αποθήκευσης. Δεν θα μπορείτε να αποθηκεύσετε την πρόοδό σας. Τα τρόπαια θα είναι απενεργοποιημένα.
The word fugusha ("disabled") might be insulting.
Η λέξη φουγκούσα ("ανάπηρη") μπορεί να είναι προσβλητική.
I really enjoy helping disabled people.
Μου αρέσει πολύ να βοηθάω τα άτομα με ειδικές ανάγκες.