Translation meaning & definition of the word "disable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απενεργοποιήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disable
[Απενεργοποιήσετε]/dɪsebəl/
verb
1. Make unable to perform a certain action
- "Disable this command on your computer"
- synonym:
- disable ,
- disenable ,
- incapacitate
1. Μην μπορείτε να εκτελέσετε μια συγκεκριμένη ενέργεια
- "Απενεργοποιήστε αυτήν την εντολή στον υπολογιστή σας"
- συνώνυμο:
- απενεργοποιώ ,
- αποπληρωτέα ,
- ανίκανοσ
2. Injure permanently
- "He was disabled in a car accident"
- synonym:
- disable ,
- invalid ,
- incapacitate ,
- handicap
2. Τραυματίστε μόνιμα
- "Ήταν ανάπηρος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα"
- συνώνυμο:
- απενεργοποιώ ,
- μη έγκυρος ,
- ανίκανοσ ,
- μειονέκτημα