Translation meaning & definition of the word "disability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπηρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disability
[Αναπηρία]/dɪsəbɪlɪti/
noun
1. The condition of being unable to perform as a consequence of physical or mental unfitness
- "Reading disability"
- "Hearing impairment"
- synonym:
- disability ,
- disablement ,
- handicap ,
- impairment
1. Η κατάσταση της αδυναμίας να εκτελέσει ως συνέπεια της σωματικής ή ψυχικής ακαταλληλότητας
- "Ανάγνωση αναπηρίας"
- "Απομείωση ακρόασης"
- συνώνυμο:
- αναπηρία ,
- απενεργοποίηση ,
- μειονέκτημα ,
- απομείωση
Examples of using
The army rejected Tom because of a physical disability.
Ο στρατός απέρριψε τον Τομ λόγω σωματικής αναπηρίας.
Stupidity is not a disability!
Η βλακεία δεν είναι αναπηρία!