Translation meaning & definition of the word "dis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dis
[Δυσφημώ]/dɪs/
noun
1. God of the underworld
- Counterpart of greek pluto
- synonym:
- Dis ,
- Orcus
1. Θεός του κάτω κόσμου
- Ομόλογος του ελληνικού πλούτωνα
- συνώνυμο:
- Δυσφημώ ,
- Όρκο