Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "dirt" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρωμιά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Dirt

[Μπλούζα]
/dərt/

noun

1. The part of the earth's surface consisting of humus and disintegrated rock

    synonym:
  • soil
  • ,
  • dirt

1. Το τμήμα της επιφάνειας της γης που αποτελείται από χούμο και αποσυντεθειμένο βράχο

    συνώνυμο:
  • έδαφος
  • ,
  • βρωμιά

2. The state of being covered with unclean things

    synonym:
  • dirt
  • ,
  • filth
  • ,
  • grime
  • ,
  • soil
  • ,
  • stain
  • ,
  • grease
  • ,
  • grunge

2. Η κατάσταση του να καλύπτεται με ακάθαρτα πράγματα

    συνώνυμο:
  • βρωμιά
  • ,
  • γκριμάτσα
  • ,
  • έδαφος
  • ,
  • λεπτός
  • ,
  • λίπος
  • ,
  • αναταράσσω

3. Obscene terms for feces

    synonym:
  • crap
  • ,
  • dirt
  • ,
  • shit
  • ,
  • shite
  • ,
  • poop
  • ,
  • turd

3. Άσεμνοι όροι για τα κόπρανα

    συνώνυμο:
  • παλιοσίδερα
  • ,
  • βρωμιά
  • ,
  • σκατά
  • ,
  • αποτελείται από
  • ,
  • πουλί
  • ,
  • τουρκ

4. Disgraceful gossip about the private lives of other people

    synonym:
  • scandal
  • ,
  • dirt
  • ,
  • malicious gossip

4. Επαίσχυντο κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων ανθρώπων

    συνώνυμο:
  • σκάνδαλο
  • ,
  • βρωμιά
  • ,
  • κακόβουλο κουτσομπολιό

adjective

1. (of roads) not leveled or drained

  • Unsuitable for all year travel
    synonym:
  • dirt
  • ,
  • ungraded

1. ( των δρόμων) δεν είναι ισοπεδωμένο ή στραγγισμένο

  • Ακατάλληλο για ταξίδια όλο το χρόνο
    συνώνυμο:
  • βρωμιά
  • ,
  • μη βαθμολογημένο

Examples of using

I wiped the dirt off my pants.
Σκούπισα τη βρωμιά από το παντελόνι μου.
Tanks don't fear dirt.
Οι δεξαμενές δεν φοβούνται τη βρωμιά.
Tanks aren't afraid of dirt.
Οι δεξαμενές δεν φοβούνται τη βρωμιά.