Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "direction" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Direction

[Κατεύθυνση]
/dərɛkʃən/

noun

1. A line leading to a place or point

  • "He looked the other direction"
  • "Didn't know the way home"
    synonym:
  • direction
  • ,
  • way

1. Μια γραμμή που οδηγεί σε ένα μέρος ή σημείο

  • "Είδε την άλλη κατεύθυνση"
  • "Δεν ξέρω το δρόμο για το σπίτι"
    συνώνυμο:
  • κατεύθυνση
  • ,
  • τρόπος

2. The spatial relation between something and the course along which it points or moves

  • "He checked the direction and velocity of the wind"
    synonym:
  • direction

2. Η χωρική σχέση μεταξύ κάτι και της πορείας κατά την οποία δείχνει ή κινείται

  • "Έλεγξε την κατεύθυνση και την ταχύτητα του ανέμου"
    συνώνυμο:
  • κατεύθυνση

3. A general course along which something has a tendency to develop

  • "I couldn't follow the direction of his thoughts"
  • "His ideals determined the direction of his career"
  • "They proposed a new direction for the firm"
    synonym:
  • direction

3. Μια γενική πορεία κατά την οποία κάτι έχει την τάση να αναπτύσσεται

  • "Δεν μπορούσα να ακολουθήσω την κατεύθυνση των σκέψεών του"
  • "Τα ιδανικά του καθόρισαν την κατεύθυνση της καριέρας του"
  • "Πρότειναν μια νέα κατεύθυνση για την επιχείρηση"
    συνώνυμο:
  • κατεύθυνση

4. Something that provides direction or advice as to a decision or course of action

    synonym:
  • guidance
  • ,
  • counsel
  • ,
  • counseling
  • ,
  • counselling
  • ,
  • direction

4. Κάτι που παρέχει κατεύθυνση ή συμβουλές ως προς μια απόφαση ή πορεία δράσης

    συνώνυμο:
  • καθοδήγηση
  • ,
  • συμβουλεύω
  • ,
  • συμβουλευτική
  • ,
  • κατεύθυνση

5. The act of managing something

  • "He was given overall management of the program"
  • "Is the direction of the economy a function of government?"
    synonym:
  • management
  • ,
  • direction

5. Η πράξη της διαχείρισης κάτι

  • "Του δόθηκε συνολική διαχείριση του προγράμματος"
  • "Είναι η κατεύθυνση της οικονομίας συνάρτηση της κυβέρνησης?"
    συνώνυμο:
  • διαχείριση
  • ,
  • κατεύθυνση

6. A message describing how something is to be done

  • "He gave directions faster than she could follow them"
    synonym:
  • direction
  • ,
  • instruction

6. Ένα μήνυμα που περιγράφει πώς πρέπει να γίνει κάτι

  • "Έδωσε οδηγίες γρηγορότερα από ό, τι θα μπορούσε να τους ακολουθήσει"
    συνώνυμο:
  • κατεύθυνση
  • ,
  • οδηγία

7. The act of setting and holding a course

  • "A new council was installed under the direction of the king"
    synonym:
  • steering
  • ,
  • guidance
  • ,
  • direction

7. Η πράξη του καθορισμού και της κατοχής ενός μαθήματος

  • "Ένα νέο συμβούλιο εγκαταστάθηκε υπό την καθοδήγηση του βασιλιά"
    συνώνυμο:
  • τιμόνι
  • ,
  • καθοδήγηση
  • ,
  • κατεύθυνση

8. A formal statement of a command or injunction to do something

  • "The judge's charge to the jury"
    synonym:
  • commission
  • ,
  • charge
  • ,
  • direction

8. Μια επίσημη δήλωση εντολής ή εντολής για να κάνει κάτι

  • "Η κατηγορία του δικαστή στην κριτική επιτροπή"
    συνώνυμο:
  • επιτροπή
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • κατεύθυνση

9. The concentration of attention or energy on something

  • "The focus of activity shifted to molecular biology"
  • "He had no direction in his life"
    synonym:
  • focus
  • ,
  • focusing
  • ,
  • focussing
  • ,
  • focal point
  • ,
  • direction
  • ,
  • centering

9. Η συγκέντρωση της προσοχής ή της ενέργειας σε κάτι

  • "Το επίκεντρο της δραστηριότητας μετατοπίστηκε στη μοριακή βιολογία"
  • "Δεν είχε καμία κατεύθυνση στη ζωή του"
    συνώνυμο:
  • εστιάζω
  • ,
  • εστίαση
  • ,
  • εστιακό σημείο
  • ,
  • κατεύθυνση
  • ,
  • επικεντρώνοντασ

Examples of using

You should go in the opposite direction.
Πρέπει να προχωρήσετε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Tom fired а couple of shots in our direction.
Ο Τομ πυροβόλησε μερικές φωτογραφίες προς την κατεύθυνσή μας.
You have such a poor sense of direction!
Έχετε μια τόσο κακή αίσθηση κατεύθυνσης!