Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "direct" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άμεση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Direct

[Άμεσος]
/dərɛkt/

verb

1. Command with authority

  • "He directed the children to do their homework"
    synonym:
  • direct

1. Εντολή με αρχή

  • "Καθοδηγούσε τα παιδιά να κάνουν την εργασία τους"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

2. Intend (something) to move towards a certain goal

  • "He aimed his fists towards his opponent's face"
  • "Criticism directed at her superior"
  • "Direct your anger towards others, not towards yourself"
    synonym:
  • target
  • ,
  • aim
  • ,
  • place
  • ,
  • direct
  • ,
  • point

2. Σκοπός (κάτι) να προχωρήσουμε προς ένα συγκεκριμένο στόχο

  • "Στόχευε τις γροθιές του προς το πρόσωπο του αντιπάλου του"
  • "Η κριτική που στρέφεται στον ανώτερό της"
  • "Κατευθύνετε το θυμό σας προς τους άλλους, όχι προς τον εαυτό σας"
    συνώνυμο:
  • στόχος
  • ,
  • τοποθετώ
  • ,
  • άμεσος
  • ,
  • σημείο

3. Guide the actors in (plays and films)

    synonym:
  • direct

3. Καθοδηγήστε τους ηθοποιούς σε (πλά και ταινίες)

    συνώνυμο:
  • άμεσος

4. Be in charge of

    synonym:
  • direct

4. Είμαι υπεύθυνος για

    συνώνυμο:
  • άμεσος

5. Take somebody somewhere

  • "We lead him to our chief"
  • "Can you take me to the main entrance?"
  • "He conducted us to the palace"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • take
  • ,
  • direct
  • ,
  • conduct
  • ,
  • guide

5. Πάρε κάποιον κάπου

  • "Τον οδηγούμε στον αρχηγό μας"
  • "Μπορείτε να με πάτε στην κύρια είσοδο?"
  • "Μας οδήγησε στο παλάτι"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • άμεσος
  • ,
  • διεξάγω
  • ,
  • οδηγός

6. Cause to go somewhere

  • "The explosion sent the car flying in the air"
  • "She sent her children to camp"
  • "He directed all his energies into his dissertation"
    synonym:
  • send
  • ,
  • direct

6. Επειδή πήγαινε κάπου

  • "Η έκρηξη έστειλε το αυτοκίνητο που πετούσε στον αέρα"
  • "Έστειλε τα παιδιά της στο στρατόπεδο"
  • "Κατεύθυνε όλες τις ενέργειές του στη διατριβή του"
    συνώνυμο:
  • αποστολή
  • ,
  • άμεσος

7. Point or cause to go (blows, weapons, or objects such as photographic equipment) towards

  • "Please don't aim at your little brother!"
  • "He trained his gun on the burglar"
  • "Don't train your camera on the women"
  • "Take a swipe at one's opponent"
    synonym:
  • aim
  • ,
  • take
  • ,
  • train
  • ,
  • take aim
  • ,
  • direct

7. Σημείο ή αιτία για να πάει (φυσητήρες, όπλα, ή αντικείμενα όπως ο φωτογραφικός εξοπλισμός) προς

  • "Σε παρακαλώ μην στοχεύεις στον μικρό σου αδελφό!"
  • "Εκπαίδευσε το όπλο του στον διαρρήκτη"
  • "Μην εκπαιδεύετε την κάμερά σας στις γυναίκες"
  • "Πάρτε ένα σαρώστε στον αντίπαλο κάποιου"
    συνώνυμο:
  • στόχος
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • στοχεύω
  • ,
  • άμεσος

8. Lead, as in the performance of a composition

  • "Conduct an orchestra
  • Barenboim conducted the chicago symphony for years"
    synonym:
  • conduct
  • ,
  • lead
  • ,
  • direct

8. Μόλυβδος, όπως στην απόδοση μιας σύνθεσης

  • "Διεξάγει ορχήστρα
  • Ο μπαρενμποϊμ διεξήγαγε τη συμφωνία του σικάγου για χρόνια"
    συνώνυμο:
  • διεξάγω
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • άμεσος

9. Give directions to

  • Point somebody into a certain direction
  • "I directed them towards the town hall"
    synonym:
  • direct

9. Δίνω οδηγίες σε

  • Βάλτε κάποιον σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
  • "Τους κατεύθυνα προς το δημαρχείο"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

10. Specifically design a product, event, or activity for a certain public

    synonym:
  • calculate
  • ,
  • aim
  • ,
  • direct

10. Συγκεκριμένα σχεδιάστε ένα προϊόν, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα για ένα συγκεκριμένο κοινό

    συνώνυμο:
  • υπολογίζω
  • ,
  • στόχος
  • ,
  • άμεσος

11. Direct the course

  • Determine the direction of travelling
    synonym:
  • steer
  • ,
  • maneuver
  • ,
  • manoeuver
  • ,
  • manoeuvre
  • ,
  • direct
  • ,
  • point
  • ,
  • head
  • ,
  • guide
  • ,
  • channelize
  • ,
  • channelise

11. Κατευθύνετε το μάθημα

  • Προσδιορίστε την κατεύθυνση του ταξιδιού
    συνώνυμο:
  • πηδαλιούχοσ
  • ,
  • ελιγμός
  • ,
  • επανδρωτήσ
  • ,
  • ελιγμοί
  • ,
  • άμεσος
  • ,
  • σημείο
  • ,
  • κεφαλή
  • ,
  • οδηγός
  • ,
  • διοχετεύω

12. Put an address on (an envelope)

    synonym:
  • address
  • ,
  • direct

12. Βάλτε μια διεύθυνση στο (ανό φάκελο)

    συνώνυμο:
  • διεύθυνση
  • ,
  • άμεσος

13. Plan and direct (a complex undertaking)

  • "He masterminded the robbery"
    synonym:
  • mastermind
  • ,
  • engineer
  • ,
  • direct
  • ,
  • organize
  • ,
  • organise
  • ,
  • orchestrate

13. Σχέδιο και άμεση σύνθετη επιχείρηση (

  • "Αντιλαμβάνεται τη ληστεία"
    συνώνυμο:
  • εγκέφαλοσ
  • ,
  • μηχανικός
  • ,
  • άμεσος
  • ,
  • οργανώνω
  • ,
  • ενορχηστρώνω

adjective

1. Direct in spatial dimensions

  • Proceeding without deviation or interruption
  • Straight and short
  • "A direct route"
  • "A direct flight"
  • "A direct hit"
    synonym:
  • direct

1. Άμεση σε χωρικές διαστάσεις

  • Προχωρήστε χωρίς απόκλιση ή διακοπή
  • Ευθεία και σύντομη
  • "Απευθείας διαδρομή"
  • "Απευθείας πτήση"
  • "Ένα άμεσο χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

2. Having no intervening persons, agents, conditions

  • "In direct sunlight"
  • "In direct contact with the voters"
  • "Direct exposure to the disease"
  • "A direct link"
  • "The direct cause of the accident"
  • "Direct vote"
    synonym:
  • direct
  • ,
  • unmediated

2. Χωρίς παρεμβαίνοντες πρόσωπα, πράκτορες, συνθήκες

  • "Στο άμεσο ηλιακό φως"
  • "Σε άμεση επαφή με τους ψηφοφόρους"
  • "Άμεση έκθεση στη νόσο"
  • "Άμεσος σύνδεσμος"
  • "Η άμεση αιτία του ατυχήματος"
  • "Άμεση ψήφος"
    συνώνυμο:
  • άμεσος
  • ,
  • αμεσολάβητοσ

3. Straightforward in means or manner or behavior or language or action

  • "A direct question"
  • "A direct response"
  • "A direct approach"
    synonym:
  • direct

3. Απλό σε μέσα ή τρόπο ή συμπεριφορά ή γλώσσα ή ενέργεια

  • "Μια άμεση ερώτηση"
  • "Άμεση απάντηση"
  • "Άμεση προσέγγιση"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

4. In a straight unbroken line of descent from parent to child

  • "Lineal ancestors"
  • "Lineal heirs"
  • "A direct descendant of the king"
  • "Direct heredity"
    synonym:
  • lineal
  • ,
  • direct

4. Σε μια ευθεία αδιάσπαστη γραμμή καταγωγής από το γονέα στο παιδί

  • "Γραμμικοί πρόγονοι"
  • "Γραμμικοί κληρονόμοι"
  • "Ένας άμεσος απόγονος του βασιλιά"
  • "Άμεση κληρονομικότητα"
    συνώνυμο:
  • γραμμική
  • ,
  • άμεσος

5. Moving from west to east on the celestial sphere

  • Or--for planets--around the sun in the same direction as the earth
    synonym:
  • direct

5. Μετακίνηση από τη δύση προς την ανατολή στην ουράνια σφαίρα

  • Ή-για τους πλανήτες-γύρω από τον ήλιο προς την ίδια κατεύθυνση με τη γη
    συνώνυμο:
  • άμεσος

6. Similar in nature or effect or relation to another quantity

  • "A term is in direct proportion to another term if it increases (or decreases) as the other increases (or decreases)"
    synonym:
  • direct

6. Παρόμοια στη φύση ή το αποτέλεσμα ή τη σχέση με μια άλλη ποσότητα

  • "Ένας όρος είναι σε άμεση αναλογία με έναν άλλο όρο εάν αυξάνει το (ορ μειώνει) καθώς ο άλλος αυξάνει το ( μειώνεται)"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

7. (of a current) flowing in one direction only

  • "Direct current"
    synonym:
  • direct

7. ( ενός ρεύματος) που ρέει προς μία μόνο κατεύθυνση

  • "Άμεσο ρεύμα"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

8. Being an immediate result or consequence

  • "A direct result of the accident"
    synonym:
  • direct

8. Είναι άμεσο αποτέλεσμα ή συνέπεια

  • "Αποτέλεσμα του ατυχήματος"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

9. In precisely the same words used by a writer or speaker

  • "A direct quotation"
  • "Repeated their dialog verbatim"
    synonym:
  • direct
  • ,
  • verbatim

9. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιείται από έναν συγγραφέα ή ομιλητή

  • "Μια άμεση αναφορά"
  • "Επανέλαβαν το διάλογό τους προφορικά"
    συνώνυμο:
  • άμεσος
  • ,
  • λεβερατίμη

10. Lacking compromising or mitigating elements

  • Exact
  • "The direct opposite"
    synonym:
  • direct

10. Ελλείψει συμβιβασμών ή μετριασμού στοιχείων

  • Ακριβής
  • "Το ακριβώς αντίθετο"
    συνώνυμο:
  • άμεσος

adverb

1. Without deviation

  • "The path leads directly to the lake"
  • "Went direct to the office"
    synonym:
  • directly
  • ,
  • straight
  • ,
  • direct

1. Χωρίς απόκλιση

  • "Το μονοπάτι οδηγεί κατευθείαν στη λίμνη"
  • "Πήγαιναν απευθείας στο γραφείο"
    συνώνυμο:
  • άμεσα
  • ,
  • ευθεία
  • ,
  • άμεσος

Examples of using

This man is my direct boss.
Αυτός ο άνθρωπος είναι το αφεντικό μου.
I'll be direct.
Θα είμαι άμεσος.
We want natural-sounding translations, not word-for-word direct translations.
Θέλουμε φυσικές μεταφράσεις, όχι απευθείας μεταφράσεις λέξεων προς λέξη.