Translation meaning & definition of the word "direct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άμεση" στην ελληνική γλώσσα
Direct
[Άμεσος]verb
1. Command with authority
- "He directed the children to do their homework"
- synonym:
- direct
1. Εντολή με αρχή
- "Καθοδηγούσε τα παιδιά να κάνουν την εργασία τους"
- συνώνυμο:
- άμεσος
2. Intend (something) to move towards a certain goal
- "He aimed his fists towards his opponent's face"
- "Criticism directed at her superior"
- "Direct your anger towards others, not towards yourself"
- synonym:
- target ,
- aim ,
- place ,
- direct ,
- point
2. Σκοπός (κάτι) να προχωρήσουμε προς ένα συγκεκριμένο στόχο
- "Στόχευε τις γροθιές του προς το πρόσωπο του αντιπάλου του"
- "Η κριτική που στρέφεται στον ανώτερό της"
- "Κατευθύνετε το θυμό σας προς τους άλλους, όχι προς τον εαυτό σας"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- τοποθετώ ,
- άμεσος ,
- σημείο
3. Guide the actors in (plays and films)
- synonym:
- direct
3. Καθοδηγήστε τους ηθοποιούς σε (πλά και ταινίες)
- συνώνυμο:
- άμεσος
4. Be in charge of
- synonym:
- direct
4. Είμαι υπεύθυνος για
- συνώνυμο:
- άμεσος
5. Take somebody somewhere
- "We lead him to our chief"
- "Can you take me to the main entrance?"
- "He conducted us to the palace"
- synonym:
- lead ,
- take ,
- direct ,
- conduct ,
- guide
5. Πάρε κάποιον κάπου
- "Τον οδηγούμε στον αρχηγό μας"
- "Μπορείτε να με πάτε στην κύρια είσοδο?"
- "Μας οδήγησε στο παλάτι"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω ,
- άμεσος ,
- διεξάγω ,
- οδηγός
6. Cause to go somewhere
- "The explosion sent the car flying in the air"
- "She sent her children to camp"
- "He directed all his energies into his dissertation"
- synonym:
- send ,
- direct
6. Επειδή πήγαινε κάπου
- "Η έκρηξη έστειλε το αυτοκίνητο που πετούσε στον αέρα"
- "Έστειλε τα παιδιά της στο στρατόπεδο"
- "Κατεύθυνε όλες τις ενέργειές του στη διατριβή του"
- συνώνυμο:
- αποστολή ,
- άμεσος
7. Point or cause to go (blows, weapons, or objects such as photographic equipment) towards
- "Please don't aim at your little brother!"
- "He trained his gun on the burglar"
- "Don't train your camera on the women"
- "Take a swipe at one's opponent"
- synonym:
- aim ,
- take ,
- train ,
- take aim ,
- direct
7. Σημείο ή αιτία για να πάει (φυσητήρες, όπλα, ή αντικείμενα όπως ο φωτογραφικός εξοπλισμός) προς
- "Σε παρακαλώ μην στοχεύεις στον μικρό σου αδελφό!"
- "Εκπαίδευσε το όπλο του στον διαρρήκτη"
- "Μην εκπαιδεύετε την κάμερά σας στις γυναίκες"
- "Πάρτε ένα σαρώστε στον αντίπαλο κάποιου"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- παίρνω ,
- τρένο ,
- στοχεύω ,
- άμεσος
8. Lead, as in the performance of a composition
- "Conduct an orchestra
- Barenboim conducted the chicago symphony for years"
- synonym:
- conduct ,
- lead ,
- direct
8. Μόλυβδος, όπως στην απόδοση μιας σύνθεσης
- "Διεξάγει ορχήστρα
- Ο μπαρενμποϊμ διεξήγαγε τη συμφωνία του σικάγου για χρόνια"
- συνώνυμο:
- διεξάγω ,
- οδηγώ ,
- άμεσος
9. Give directions to
- Point somebody into a certain direction
- "I directed them towards the town hall"
- synonym:
- direct
9. Δίνω οδηγίες σε
- Βάλτε κάποιον σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- "Τους κατεύθυνα προς το δημαρχείο"
- συνώνυμο:
- άμεσος
10. Specifically design a product, event, or activity for a certain public
- synonym:
- calculate ,
- aim ,
- direct
10. Συγκεκριμένα σχεδιάστε ένα προϊόν, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα για ένα συγκεκριμένο κοινό
- συνώνυμο:
- υπολογίζω ,
- στόχος ,
- άμεσος
11. Direct the course
- Determine the direction of travelling
- synonym:
- steer ,
- maneuver ,
- manoeuver ,
- manoeuvre ,
- direct ,
- point ,
- head ,
- guide ,
- channelize ,
- channelise
11. Κατευθύνετε το μάθημα
- Προσδιορίστε την κατεύθυνση του ταξιδιού
- συνώνυμο:
- πηδαλιούχοσ ,
- ελιγμός ,
- επανδρωτήσ ,
- ελιγμοί ,
- άμεσος ,
- σημείο ,
- κεφαλή ,
- οδηγός ,
- διοχετεύω
12. Put an address on (an envelope)
- synonym:
- address ,
- direct
12. Βάλτε μια διεύθυνση στο (ανό φάκελο)
- συνώνυμο:
- διεύθυνση ,
- άμεσος
13. Plan and direct (a complex undertaking)
- "He masterminded the robbery"
- synonym:
- mastermind ,
- engineer ,
- direct ,
- organize ,
- organise ,
- orchestrate
13. Σχέδιο και άμεση σύνθετη επιχείρηση (
- "Αντιλαμβάνεται τη ληστεία"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλοσ ,
- μηχανικός ,
- άμεσος ,
- οργανώνω ,
- ενορχηστρώνω
adjective
1. Direct in spatial dimensions
- Proceeding without deviation or interruption
- Straight and short
- "A direct route"
- "A direct flight"
- "A direct hit"
- synonym:
- direct
1. Άμεση σε χωρικές διαστάσεις
- Προχωρήστε χωρίς απόκλιση ή διακοπή
- Ευθεία και σύντομη
- "Απευθείας διαδρομή"
- "Απευθείας πτήση"
- "Ένα άμεσο χτύπημα"
- συνώνυμο:
- άμεσος
2. Having no intervening persons, agents, conditions
- "In direct sunlight"
- "In direct contact with the voters"
- "Direct exposure to the disease"
- "A direct link"
- "The direct cause of the accident"
- "Direct vote"
- synonym:
- direct ,
- unmediated
2. Χωρίς παρεμβαίνοντες πρόσωπα, πράκτορες, συνθήκες
- "Στο άμεσο ηλιακό φως"
- "Σε άμεση επαφή με τους ψηφοφόρους"
- "Άμεση έκθεση στη νόσο"
- "Άμεσος σύνδεσμος"
- "Η άμεση αιτία του ατυχήματος"
- "Άμεση ψήφος"
- συνώνυμο:
- άμεσος ,
- αμεσολάβητοσ
3. Straightforward in means or manner or behavior or language or action
- "A direct question"
- "A direct response"
- "A direct approach"
- synonym:
- direct
3. Απλό σε μέσα ή τρόπο ή συμπεριφορά ή γλώσσα ή ενέργεια
- "Μια άμεση ερώτηση"
- "Άμεση απάντηση"
- "Άμεση προσέγγιση"
- συνώνυμο:
- άμεσος
4. In a straight unbroken line of descent from parent to child
- "Lineal ancestors"
- "Lineal heirs"
- "A direct descendant of the king"
- "Direct heredity"
- synonym:
- lineal ,
- direct
4. Σε μια ευθεία αδιάσπαστη γραμμή καταγωγής από το γονέα στο παιδί
- "Γραμμικοί πρόγονοι"
- "Γραμμικοί κληρονόμοι"
- "Ένας άμεσος απόγονος του βασιλιά"
- "Άμεση κληρονομικότητα"
- συνώνυμο:
- γραμμική ,
- άμεσος
5. Moving from west to east on the celestial sphere
- Or--for planets--around the sun in the same direction as the earth
- synonym:
- direct
5. Μετακίνηση από τη δύση προς την ανατολή στην ουράνια σφαίρα
- Ή-για τους πλανήτες-γύρω από τον ήλιο προς την ίδια κατεύθυνση με τη γη
- συνώνυμο:
- άμεσος
6. Similar in nature or effect or relation to another quantity
- "A term is in direct proportion to another term if it increases (or decreases) as the other increases (or decreases)"
- synonym:
- direct
6. Παρόμοια στη φύση ή το αποτέλεσμα ή τη σχέση με μια άλλη ποσότητα
- "Ένας όρος είναι σε άμεση αναλογία με έναν άλλο όρο εάν αυξάνει το (ορ μειώνει) καθώς ο άλλος αυξάνει το ( μειώνεται)"
- συνώνυμο:
- άμεσος
7. (of a current) flowing in one direction only
- "Direct current"
- synonym:
- direct
7. ( ενός ρεύματος) που ρέει προς μία μόνο κατεύθυνση
- "Άμεσο ρεύμα"
- συνώνυμο:
- άμεσος
8. Being an immediate result or consequence
- "A direct result of the accident"
- synonym:
- direct
8. Είναι άμεσο αποτέλεσμα ή συνέπεια
- "Αποτέλεσμα του ατυχήματος"
- συνώνυμο:
- άμεσος
9. In precisely the same words used by a writer or speaker
- "A direct quotation"
- "Repeated their dialog verbatim"
- synonym:
- direct ,
- verbatim
9. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιείται από έναν συγγραφέα ή ομιλητή
- "Μια άμεση αναφορά"
- "Επανέλαβαν το διάλογό τους προφορικά"
- συνώνυμο:
- άμεσος ,
- λεβερατίμη
10. Lacking compromising or mitigating elements
- Exact
- "The direct opposite"
- synonym:
- direct
10. Ελλείψει συμβιβασμών ή μετριασμού στοιχείων
- Ακριβής
- "Το ακριβώς αντίθετο"
- συνώνυμο:
- άμεσος
adverb
1. Without deviation
- "The path leads directly to the lake"
- "Went direct to the office"
- synonym:
- directly ,
- straight ,
- direct
1. Χωρίς απόκλιση
- "Το μονοπάτι οδηγεί κατευθείαν στη λίμνη"
- "Πήγαιναν απευθείας στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- ευθεία ,
- άμεσος