Translation meaning & definition of the word "diplomatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλωματικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diplomatic
[Διπλωματικόσ]/dɪpləmætɪk/
adjective
1. Relating to or characteristic of diplomacy
- "Diplomatic immunity"
- synonym:
- diplomatic
1. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά της διπλωματίας
- "Διπλωματική ασυλία"
- συνώνυμο:
- διπλωματικόσ
2. Using or marked by tact in dealing with sensitive matters or people
- "The hostess averted a confrontation with a diplomatic chenage of subject"
- synonym:
- diplomatic ,
- diplomatical
2. Χρησιμοποιώντας ή επισημαίνοντας τακτική στην αντιμετώπιση ευαίσθητων θεμάτων ή ανθρώπων
- "Η οικοδέσποινα απέτρεψε την αντιπαράθεση με ένα διπλωματικό αντικείμενο"
- συνώνυμο:
- διπλωματικόσ
Examples of using
The two countries have broken off diplomatic relations.
Οι δύο χώρες έχουν διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις.
Japan has diplomatic relations with China.
Η Ιαπωνία έχει διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα.
The two countries do not have diplomatic relations.
Οι δύο χώρες δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις.