Translation meaning & definition of the word "diplomat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλωμάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diplomat
[Διπλωμάτης]/dɪpləmæt/
noun
1. An official engaged in international negotiations
- synonym:
- diplomat ,
- diplomatist
1. Αξιωματούχος που ασχολείται με διεθνείς διαπραγματεύσεις
- συνώνυμο:
- διπλωμάτης ,
- διπλωμάτησ
2. A person who deals tactfully with others
- synonym:
- diplomat
2. Ένα άτομο που ασχολείται με τακτικά άλλους
- συνώνυμο:
- διπλωμάτης
Examples of using
A diplomat is someone who can tell you to go to hell and make you eagerly anticipate the trip.
Διπλωμάτης είναι κάποιος που μπορεί να σας πει να πάτε στην κόλαση και να σας κάνει να προβλέψετε με ανυπομονησία το ταξίδι.
You'd make a good diplomat.
Θα κάνεις έναν καλό διπλωμάτη.
Tom wanted to become a diplomat.
Ο Τομ ήθελε να γίνει διπλωμάτης.