Translation meaning & definition of the word "diplomacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλωματία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diplomacy
[Διπλωματία]/dɪploʊməsi/
noun
1. Negotiation between nations
- synonym:
- diplomacy ,
- diplomatic negotiations
1. Διαπραγμάτευση μεταξύ των εθνών
- συνώνυμο:
- διπλωματία ,
- διπλωματικές διαπραγματεύσεις
2. Subtly skillful handling of a situation
- synonym:
- delicacy ,
- diplomacy ,
- discreetness ,
- finesse
2. Επιδέξια επαγγελματική διαχείριση μιας κατάστασης
- συνώνυμο:
- λιχουδιά ,
- διπλωματία ,
- διακριτικότητα ,
- φινέτσα
3. Wisdom in the management of public affairs
- synonym:
- statesmanship ,
- statecraft ,
- diplomacy
3. Σοφία στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων
- συνώνυμο:
- πολιτεία ,
- κρατική αποστολή ,
- διπλωματία
Examples of using
French was the language of diplomacy.
Τα γαλλικά είναι η γλώσσα της διπλωματίας.
Our diplomacy and our military strategy were clearly in contradiction.
Η διπλωματία μας και η στρατιωτική μας στρατηγική ήταν σαφώς σε αντίθεση.