Translation meaning & definition of the word "diphtheria" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διφθερίτιδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diphtheria
[Διφθερίτιδα]/dɪfθɪriɑ/
noun
1. Acute contagious infection caused by the bacterium corynebacterium diphtheriae
- Marked by the formation of a false membrane in the throat and other air passages causing difficulty in breathing
- synonym:
- diphtheria
1. Οξεία μεταδοτική λοίμωξη που προκαλείται από το βακτήριο διφθερίτη
- Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό μιας ψευδούς μεμβράνης στο λαιμό και άλλα αεραγωγά που προκαλούν δυσκολία στην αναπνοή
- συνώνυμο:
- διφθερίτιδα