Translation meaning & definition of the word "dioxide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διοξείδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dioxide
[Διοξείδιο]/daɪɑksaɪd/
noun
1. An oxide containing two atoms of oxygen in the molecule
- synonym:
- dioxide
1. Ένα οξείδιο που περιέχει δύο άτομα οξυγόνου στο μόριο
- συνώνυμο:
- διοξείδιο
Examples of using
Carbon dioxide is a gas that is produced every time a fuel such as coal, oil, or natural gas is burned.
Το διοξείδιο του άνθρακα είναι ένα αέριο που παράγεται κάθε φορά ένα καύσιμο όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο καίγεται.
Carbon dioxide is not a poison in itself.
Το διοξείδιο του άνθρακα δεν είναι από μόνο του δηλητήριο.
Carbon dioxide sometimes harms people.
Το διοξείδιο του άνθρακα βλάπτει μερικές φορές τους ανθρώπους.