Translation meaning & definition of the word "dink" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dink
[Ντινκ]/dɪŋk/
noun
1. A couple who both have careers and no children (an acronym for dual income no kids)
- synonym:
- DINK
1. Ένα ζευγάρι που και οι δύο έχουν σταδιοδρομία και χωρίς παιδιά (ανικό ακρωνύμιο για διπλό εισόδημα χωρίς παιδιά)
- συνώνυμο:
- ΝΤΟΝΚ
2. A soft return so that the tennis ball drops abruptly after crossing the net
- synonym:
- drop shot ,
- dink
2. Μια μαλακή επιστροφή έτσι ώστε η μπάλα του τένις να πέσει απότομα μετά τη διέλευση του διχτυού
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- ντινκ