Translation meaning & definition of the word "dingo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dingo
[Ντίνγκο]/dɪŋgoʊ/
noun
1. Wolflike yellowish-brown wild dog of australia
- synonym:
- dingo ,
- warrigal ,
- warragal ,
- Canis dingo
1. Λυκοκίτρινο-καφέ άγριο σκυλί της αυστραλίας
- συνώνυμο:
- ντίνγκο ,
- πολεμική ,
- πολεμοχαρήσ ,
- Κάνις Ντίνγκο