Translation meaning & definition of the word "dinghy" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "γεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dinghy
[Ντίνγκε]/dɪŋi/
noun
1. A small boat of shallow draft with cross thwarts for seats and rowlocks for oars with which it is propelled
- synonym:
- dinghy ,
- dory ,
- rowboat
1. Ένα μικρό σκάφος με ρηχά πρόχειρα με διαγώνια λουράκια για καθίσματα και κωπηλασίες για κουπιά με τα οποία προωθείται
- συνώνυμο:
- ντίνγκε ,
- ντόρι ,
- πλοίο πλοίου