Translation meaning & definition of the word "diner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δείπνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diner
[Δείπνο]/daɪnər/
noun
1. A person eating a meal (especially in a restaurant)
- synonym:
- diner
1. Ένα άτομο που τρώει ένα γεύμα (ειδικά σε ένα εστιατόριο)
- συνώνυμο:
- ντίνερ
2. A passenger car where food is served in transit
- synonym:
- dining car ,
- diner ,
- dining compartment ,
- buffet car
2. Επιβατικό αυτοκίνητο όπου τα τρόφιμα σερβίρονται κατά τη μεταφορά
- συνώνυμο:
- τραπεζαρία ,
- ντίνερ ,
- αυτοκίνητο μπουφέ
3. A restaurant that resembles a dining car
- synonym:
- diner
3. Ένα εστιατόριο που μοιάζει με τραπεζαρία
- συνώνυμο:
- ντίνερ