Translation meaning & definition of the word "din" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δην" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Din
[Δειλινόσ]/dɪn/
noun
1. A loud harsh or strident noise
- synonym:
- blare ,
- blaring ,
- cacophony ,
- clamor ,
- din
1. Ένας δυνατός σκληρός ή απότομος θόρυβος
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- αναταράξεισ ,
- κακοφωνία ,
- κραυγή ,
- τιν
2. The act of making a noisy disturbance
- synonym:
- commotion ,
- din ,
- ruction ,
- ruckus ,
- rumpus ,
- tumult
2. Η πράξη της πραγματοποίησης μιας θορυβώδους διαταραχής
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- τιν ,
- απόσβεση ,
- τακούνι ,
- ρουμπίνα ,
- ταραχή
verb
1. Make a resonant sound, like artillery
- "His deep voice boomed through the hall"
- synonym:
- boom ,
- din
1. Κάντε έναν ήχο που αντηχεί, όπως το πυροβολικό
- "Η βαθιά φωνή του αναδύθηκε μέσα από την αίθουσα"
- συνώνυμο:
- βραχίονασ ,
- τιν
2. Instill (into a person) by constant repetition
- "He dinned the lessons into his students"
- synonym:
- din
2. Ενστάλαξη ( σε ένα άτομο) με συνεχή επανάληψη
- "Έβαλε τα μαθήματα στους μαθητές του"
- συνώνυμο:
- τιν