Translation meaning & definition of the word "diminutive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μειωτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diminutive
[Μειωτικόσ]/dɪmɪnjətɪv/
noun
1. A word that is formed with a suffix (such as -let or -kin) to indicate smallness
- synonym:
- diminutive
1. Μια λέξη που σχηματίζεται με ένα επίθημα (όπως -αργά ή -κιν) για να υποδείξει τη μικρότητα
- συνώνυμο:
- υποβαθμισμένοσ
adjective
1. Very small
- "Diminutive in stature"
- "A lilliputian chest of drawers"
- "Her petite figure"
- "Tiny feet"
- "The flyspeck nation of bahrain moved toward democracy"
- synonym:
- bantam ,
- diminutive ,
- lilliputian ,
- midget ,
- petite ,
- tiny ,
- flyspeck
1. Πολύ μικρό
- "Μειωτικό σε ανάστημα"
- "Μια λιλιπούτεια συρταριέρα"
- "Η μικρή φιγούρα της"
- "Μικροσκοπικά πόδια"
- "Το έθνος του μπαχρέιν κινήθηκε προς τη δημοκρατία"
- συνώνυμο:
- μπαντάμ ,
- υποβαθμισμένοσ ,
- λιλιπούτειος ,
- νάτσετ ,
- αναλυτικόσ ,
- μικροσκοπικόσ ,
- πετάω