Translation meaning & definition of the word "diminish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μειωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diminish
[Μειώνω]/dɪmɪnɪʃ/
verb
1. Decrease in size, extent, or range
- "The amount of homework decreased towards the end of the semester"
- "The cabin pressure fell dramatically"
- "Her weight fell to under a hundred pounds"
- "His voice fell to a whisper"
- synonym:
- decrease ,
- diminish ,
- lessen ,
- fall
1. Μείωση στο μέγεθος, την έκταση ή το εύρος
- "Ο αριθμός των εργασιών μειώθηκε προς το τέλος του εξαμήνου"
- "Η πίεση της καμπίνας έπεσε δραματικά"
- "Το βάρος της έπεσε κάτω από εκατό λίβρες"
- "Η φωνή του έπεσε σε ψίθυρο"
- συνώνυμο:
- μειώνω ,
- ελαττώνω ,
- πέφτω
2. Lessen the authority, dignity, or reputation of
- "Don't belittle your colleagues"
- synonym:
- diminish ,
- belittle
2. Μειώστε την εξουσία, την αξιοπρέπεια ή τη φήμη του
- "Μην υποτιμάτε τους συναδέλφους σας"
- συνώνυμο:
- μειώνω ,
- υποτιμώ