Translation meaning & definition of the word "dilution" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αραίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dilution
[Αραίωση]/daɪluʃən/
noun
1. A diluted solution
- synonym:
- dilution
1. Ένα αραιωμένο διάλυμα
- συνώνυμο:
- αραίωση
2. Weakening (reducing the concentration) by the addition of water or a thinner
- synonym:
- dilution
2. Αποδυνάμωση (μείωση της συγκέντρωσης) με την προσθήκη νερού ή λεπτότερο
- συνώνυμο:
- αραίωση