Translation meaning & definition of the word "dillydally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαδίκως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dillydally
[Διαφορετικά]/dɪlidæli/
verb
1. Postpone doing what one should be doing
- "He did not want to write the letter and procrastinated for days"
- synonym:
- procrastinate ,
- stall ,
- drag one's feet ,
- drag one's heels ,
- shillyshally ,
- dilly-dally ,
- dillydally
1. Αναβάλλετε να κάνετε αυτό που πρέπει να κάνετε
- "Δεν ήθελε να γράψει την επιστολή και αναβλήθηκε για μέρες"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- παλιά ,
- σύρετε τα πόδια σας ,
- σύρετε τα τακούνια κάποιου ,
- αποτυχημένα ,
- αμυγδαλωτόσ ,
- ερυθρώσ