Translation meaning & definition of the word "dill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dill
[Άνηθο]/dɪl/
noun
1. Aromatic old world herb having aromatic threadlike foliage and seeds used as seasoning
- synonym:
- dill ,
- Anethum graveolens
1. Αρωματικό βότανο του παλαιού κόσμου με αρωματικό νηματοειδές φύλλωμα και σπόρους που χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα
- συνώνυμο:
- άνηθο ,
- Βαβολίνες αναθυμίου
2. Aromatic threadlike foliage of the dill plant used as seasoning
- synonym:
- dill ,
- dill weed
2. Αρωματικό νηματοειδές φύλλωμα του φυτού άνηθου που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα
- συνώνυμο:
- άνηθο ,
- άνηθο ζιζάνιο