Translation meaning & definition of the word "diligence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diligence
[Διαστολή]/dɪləʤəns/
noun
1. Conscientiousness in paying proper attention to a task
- Giving the degree of care required in a given situation
- synonym:
- diligence
1. Ευσυνειδησία στην παροχή της κατάλληλης προσοχής σε ένα έργο
- Δίνοντας το βαθμό φροντίδας που απαιτείται σε μια δεδομένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- επιμέλεια
2. Persevering determination to perform a task
- "His diligence won him quick promotions"
- "Frugality and industry are still regarded as virtues"
- synonym:
- diligence ,
- industriousness ,
- industry
2. Επίμονη αποφασιστικότητα για την εκτέλεση μιας εργασίας
- "Η επιμέλεια του κέρδισε γρήγορες προσφορές"
- "Η φαρμακευτική αγωγή και η βιομηχανία εξακολουθούν να θεωρούνται αρετές"
- συνώνυμο:
- επιμέλεια ,
- εργατικότητα ,
- βιομηχανία
3. A diligent effort
- "It is a job requiring serious application"
- synonym:
- application ,
- diligence
3. Μια επιμελής προσπάθεια
- "Είναι μια δουλειά που απαιτεί σοβαρή εφαρμογή"
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- επιμέλεια
Examples of using
Her diligence is a good example to us all.
Η επιμέλεια της είναι ένα καλό παράδειγμα για όλους μας.
His diligence and good conduct earned him the scholarship.
Η επιμέλεια και η καλή συμπεριφορά του του χάρισαν την υποτροφία.
His diligence earned him success.
Η επιμέλεια του τον κέρδισε την επιτυχία.