Translation meaning & definition of the word "dilemma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίλημμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dilemma
[Δίλημμα]/dɪlɛmə/
noun
1. State of uncertainty or perplexity especially as requiring a choice between equally unfavorable options
- synonym:
- dilemma ,
- quandary
1. Κατάσταση αβεβαιότητας ή αμηχανίας, ειδικά ως απαίτηση επιλογής μεταξύ εξίσου δυσμενών επιλογών
- συνώνυμο:
- δίλημμα ,
- πενταμελής