Translation meaning & definition of the word "dike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποδήλατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dike
[Ποδηλατώ]/daɪk/
noun
1. (slang) offensive term for a lesbian who is noticeably masculine
- synonym:
- butch ,
- dike ,
- dyke
1. (σλάνγκ) επιθετικός όρος για μια λεσβία που είναι αισθητά αρσενική
- συνώνυμο:
- βούτσα ,
- ντίκε ,
- ανάχωμα
2. A barrier constructed to contain the flow of water or to keep out the sea
- synonym:
- dam ,
- dike ,
- dyke
2. Ένα φράγμα που κατασκευάστηκε για να περιέχει τη ροή του νερού ή για να κρατήσει έξω τη θάλασσα
- συνώνυμο:
- φράγμα ,
- ντίκε ,
- ανάχωμα
verb
1. Enclose with a dike
- "Dike the land to protect it from water"
- synonym:
- dike ,
- dyke
1. Περικλείεται με ένα εκκεντρικό
- "Πετάξτε τη γη για να την προστατεύσετε από το νερό"
- συνώνυμο:
- ντίκε ,
- ανάχωμα