Translation meaning & definition of the word "digression" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "παρέκβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Digression
[Παραμόρφωση]/daɪgrɛʃən/
noun
1. A message that departs from the main subject
- synonym:
- digression ,
- aside ,
- excursus ,
- divagation ,
- parenthesis
1. Ένα μήνυμα που απομακρύνεται από το κύριο θέμα
- συνώνυμο:
- παρέκκλιση ,
- στην άκρη ,
- εκδρομέσ ,
- διαίρεση ,
- παρένθεση
2. A turning aside (of your course or attention or concern)
- "A diversion from the main highway"
- "A digression into irrelevant details"
- "A deflection from his goal"
- synonym:
- diversion ,
- deviation ,
- digression ,
- deflection ,
- deflexion ,
- divagation
2. Μια στροφή στην άκρη (της πορείας ή της προσοχής ή της ανησυχίας σας)
- "Μια εκτροπή από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο"
- "Μια παρέκβαση σε άσχετες λεπτομέρειες"
- "Μια εκτροπή από τον στόχο του"
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- απόκλιση ,
- παρέκκλιση ,
- εκτόνωση ,
- διαίρεση
3. Wandering from the main path of a journey
- synonym:
- digression ,
- excursion
3. Περιπλάνηση από το κεντρικό μονοπάτι ενός ταξιδιού
- συνώνυμο:
- παρέκκλιση ,
- εκδρομή