Translation meaning & definition of the word "digress" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφιακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Digress
[Εκσκαφέασ]/daɪgrɛs/
verb
1. Lose clarity or turn aside especially from the main subject of attention or course of argument in writing, thinking, or speaking
- "She always digresses when telling a story"
- "Her mind wanders"
- "Don't digress when you give a lecture"
- synonym:
- digress ,
- stray ,
- divagate ,
- wander
1. Χάστε τη σαφήνεια ή παραμερίστε ειδικά από το κύριο θέμα της προσοχής ή της πορείας του επιχειρήματος γραπτώς, σκέψης ή ομιλίας
- "Πάντα χαϊδεύει όταν λέει μια ιστορία"
- "Το μυαλό της περιπλανιέται"
- "Μην χαϊδεύεις όταν δίνεις μια διάλεξη"
- συνώνυμο:
- εκσκαφέασ ,
- αδέσποτοσ ,
- διαιρείται ,
- περιπλανώμαι
2. Wander from a direct or straight course
- synonym:
- sidetrack ,
- depart ,
- digress ,
- straggle
2. Περιπλανηθείτε από μια άμεση ή ευθεία πορεία
- συνώνυμο:
- παραλίγο ,
- αναχώρηση ,
- εκσκαφέασ ,
- παραφωνώ