Translation meaning & definition of the word "dignify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dignify
[Αξιοποιώ]/dɪgnəfaɪ/
verb
1. Confer dignity or honor upon
- "He was dignified with a title"
- synonym:
- ennoble ,
- dignify
1. Να παρέχει αξιοπρέπεια ή τιμή σε
- "Ήταν αξιοπρεπής με έναν τίτλο"
- συνώνυμο:
- εξευγενίζω ,
- αξιοπρέπεια
2. Raise the status of
- "I shall not dignify this insensitive remark with an answer"
- synonym:
- dignify
2. Αυξάνω την κατάσταση του
- "Δεν θα αξιοποιήσω αυτή την αναίσθητη παρατήρηση με απάντηση"
- συνώνυμο:
- αξιοπρέπεια