Translation meaning & definition of the word "dignified" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοπρεπής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dignified
[Αξιοπρεπήσ]/dɪgnəfaɪd/
adjective
1. Having or expressing dignity
- Especially formality or stateliness in bearing or appearance
- "Her dignified demeanor"
- "The director of the school was a dignified white-haired gentleman"
- synonym:
- dignified
1. Να έχει ή να εκφράζει αξιοπρέπεια
- Ιδιαίτερα τυπικότητα ή κατασταλτικότητα στο ρουλεμάν ή την εμφάνιση
- "Η αξιοπρεπής συμπεριφορά της"
- "Ο διευθυντής του σχολείου ήταν ένας αξιοπρεπής κύριος με λευκά μαλλιά"
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπήσ
2. Having or showing self-esteem
- synonym:
- dignified ,
- self-respecting ,
- self-respectful
2. Να έχετε ή να δείχνετε αυτοεκτίμηση
- συνώνυμο:
- αξιοπρεπήσ ,
- αυτοσεβασμός ,
- αυτοσεβαστικός