Translation meaning & definition of the word "digit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Digit
[Ψηφίο]/dɪʤət/
noun
1. One of the elements that collectively form a system of numeration
- "0 and 1 are digits"
- synonym:
- digit ,
- figure
1. Ένα από τα στοιχεία που συλλογικά σχηματίζουν ένα σύστημα αρίθμησης
- "Το 0 και το 1 είναι ψηφία"
- συνώνυμο:
- ψηφίο ,
- σχήμα
2. The length of breadth of a finger used as a linear measure
- synonym:
- finger ,
- fingerbreadth ,
- finger's breadth ,
- digit
2. Το μήκος του πλάτους ενός δακτύλου που χρησιμοποιείται ως γραμμικό μέτρο
- συνώνυμο:
- δάχτυλο ,
- ανακλαστήρα ,
- το πλάτος του δακτύλου ,
- ψηφίο
3. A finger or toe in human beings or corresponding body part in other vertebrates
- synonym:
- digit ,
- dactyl
3. Ένα δάχτυλο ή δάκτυλο σε ανθρώπινα όντα ή αντίστοιχο μέρος του σώματος σε άλλα σπονδυλωτά
- συνώνυμο:
- ψηφίο ,
- δακτύλιο