Translation meaning & definition of the word "digger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφιολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Digger
[Εκσκαφέασ]/dɪgər/
noun
1. A laborer who digs
- synonym:
- digger
1. Ένας εργάτης που σκάβει
- συνώνυμο:
- εκσκαφέασ
2. A machine for excavating
- synonym:
- power shovel ,
- excavator ,
- digger ,
- shovel
2. Μια μηχανή για την ανασκαφή
- συνώνυμο:
- φτυάρι δύναμης ,
- εκσκαφέασ ,
- φτυάρι