Translation meaning & definition of the word "digestion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Digestion
[Πέψη]/daɪʤɛsʧən/
noun
1. The process of decomposing organic matter (as in sewage) by bacteria or by chemical action or heat
- synonym:
- digestion
1. Η διαδικασία αποσύνθεσης της οργανικής ύλης (α στα λύματα) από βακτήρια ή με χημική δράση ή θερμότητα
- συνώνυμο:
- πέψη
2. The organic process by which food is converted into substances that can be absorbed into the body
- synonym:
- digestion
2. Η οργανική διαδικασία με την οποία τα τρόφιμα μετατρέπονται σε ουσίες που μπορούν να απορροφηθούν στο σώμα
- συνώνυμο:
- πέψη
3. Learning and coming to understand ideas and information
- "His appetite for facts was better than his digestion"
- synonym:
- digestion
3. Μάθηση και κατανόηση ιδεών και πληροφοριών
- "Η όρεξή του για γεγονότα ήταν καλύτερη από την πέψη του"
- συνώνυμο:
- πέψη